Την έκπληξή του για τα 2.199 κρούσματα κορονοϊού που ανακοίνωσε χθες Τρίτη ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), εξέφρασε στην τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ ο Μανώλης Δερμιτζάκης.
Ο καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή της Γενεύης επεσήμανε, ωστόσο, πως η σημαντική αύξησή τους μπορεί να έχει αιτία, λέγοντας ότι τα εν λόγω κρούσματα ενδέχεται να προέκυψαν από τεστ που σε διάστημα μεγαλύτερο των 2-3 ημερών και καταγράφηκαν όλα μαζί.
«Όταν είδα τα χθεσινά νούμερα που ανακοίνωσε ο ΕΟΔΥ, με εξέπληξαν, γιατί δεν περίμενα ότι θα πάμε στα 2.200 κρούσματα. Υπήρχε μια καθοδική πορεία. Έχω μια ελπίδα, επειδή έγιναν πολύ λίγα τεστ τη Δευτέρα και όταν κάνεις λίγα τεστ έχουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό θετικότητας, όταν αφήσεις πολλούς που δεν τους έχεις τεστάρει και τους μεταφέρεις την επόμενη μέρα, μπορεί προσωρινά να αυξηθεί ο αριθμός, γιατί έρχεται ένα επιβαρυμένο τμήμα του πληθυσμού. Είναι μια στατιστική ανωμαλία Τη Δευτέρα έγιναν 7.000 τεστ, ενώ χθες 30.000», σημείωσε.
Προσέθεσε, δε, πως η καταγραφή των κρουσμάτων θα πρέπει να γίνεται την ημέρα της δειγματοληψίας. «Αυτά τα στοιχεία τα οποία έρχονται δεν είναι επαρκή ώστε να μπορεί κάποιος να κάνει μια εκτίμηση. Μπορεί να έχουμε συγκέντρωση κρουσμάτων μεγαλύτερη από 2-3 μέρες», είπε χαρακτηριστικά. Υπογράμμισε, επιπλέον, πως, εάν αυτό συνεχιστεί και τις επόμενες ημέρες, είναι ανησυχητικό:
«Αν παραμείνουμε σταθερά στα 2.000 κρούσματα, δεν γίνεται να μιλάμε για άνοιγμα της αγοράς στις γιορτές. Αν είναι 1.500 τα κρούσματα είναι διαφορετικό, γιατί σημαίνει ότι ακολουθεί την πορεία μείωσης, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει. Εάν ξαναδούμε σήμερα έναν αντίστοιχο αριθμό κρουσμάτων, σημαίνει ότι δεν λειτουργεί το lockdown, δεν παρεμποδίζει την μετάδοση και μάλιστα θα φανεί ότι κάτι χειροτέρεψε, διότι είχαμε δει τη μείωση πριν. Εγώ χθες περίμενα γύρω στα 1.500-1.600 κρούσματα με βάση το γεγονός ότι το Σάββατο ήταν 1.700. Αν δούμε από 1.800 και κάτω, ακολουθεί την πορεία που ξέραμε. Αν δούμε πάλι πάνω από 2.000 θα ανησυχήσω περισσότερο».
Σχετικά με τον αριθμό των νεκρών και των διασωληνωμένων, εκτίμησε πως θα πάρει χρόνο έως ότου αρχίσουν να μειώνεται, αν και ήδη παρατηρείται μια πολύ μικρή πτώση στους διασωληνωμένους.
«Είναι ένας περίεργος δείκτης, γιατί δεν ανακοινώνονται οι νέοι διασωληνωμένοι, αλλά ο συνολικός αριθμός τους. Επομένως δεν ξέρουμε ποιος μπήκε και ποιος βγήκε για να γνωρίζουμε ποιος είναι ο ρυθμός προσθήκης. Επειδή λοιπόν συσσωρεύονται, δεν μπορούμε να καταλάβουμε με τα στοιχεία που έχουμε πόσες είναι οι καινούριες διασωληνώσεις», κατέληξε.