Όλοι, πλέον, είμαστε λίγο πολύ εξοικειωμένοι με τον όρο ΜΕΘ, καθώς οι κλίνες των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας αναδείχθηκαν την χρονιά αυτή στο «σωτήριο» εργαλείο των γιατρών για τη θεραπεία των ασθενών που νόσησαν βαριά με κορονοϊό αλλά και στον παράγοντα που κρίνει την επιβολή των lockdown παγκοσμίως, καθώς η το ενδεχόμενο κατάρρευσης των συστημάτων υγείας λόγω της πανδημίας Covid-19 θέτει σε επισφάλεια περισσότερες ζωές συμπολιτών μας.
Δεν είναι ευρέως γνωστό, ωστόσο, τι ακριβώς συνεπάγεται η νοσηλεία στις Covid-ΜΕΘ ή το πότε είναι αναγκαία η διασωλήνωση των ασθενών. Στις «αθέατες» και, συχνά, πολυήμερες νοσηλείες στην εντατική, χωριστό «κεφάλαιο» αποτελεί και η αγωνία των «έξω» να επικοινωνήσουν με τους «μέσα» ή να μάθουν τα νεότερα για την υγεία τους, με δεδομένο πως το επισκεπτήριο έχει απαγορευτεί.
Προσπαθώντας να ρίξουμε περισσότερο «φως» για το τι συμβαίνει στους θαλάμους αυτούς, όπου νοσηλεύονται διασωληνωμένοι 600 άνθρωποι, κατά την τελευταία έκθεση του ΕΟΔΥ, το iEidiseis επικοινώνησε με την πνευμονολόγο – εντατικολόγο σε μία από τις δύο Covid-ΜΕΘ του «Σωτηρία» Σοφία Πουρίκη.
«Βαρέως πάσχοντες ασθενείς»
Δίνοντας, αρχικά, τον ορισμό του αντικειμένου της συζήτησής μας, μας λέει πως «στις ΜΕΘ νοσηλεύονται ασθενείς βαρέως πάσχοντες, με το μεγαλύτερο ποσοστό τους να είναι διασωληνωμένοι, καθώς μπορεί να εισαχθεί και βαρέως πάσχον μη διασωληνωμένος, αν χρήζει εντατικής παρακολούθησης. Οι ασθενείς αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα αυτορρύθμισης των ζωτικών λειτουργιών τους και, στην περίπτωση των ασθενών με Covid-19, δε μπορούν ν ’ανταπεξέλθουν σε ότι αφορά την οξυγόνωσή τους».
Βασικό κριτήριο, μεταξύ άλλων προκαθορισμένων πρωτοκόλλων, για την εισαγωγή ασθενούς με κορονοϊό στη ΜΕΘ είναι, επομένως, «η υποξυγοναιμία, συνεπεία της οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας που μπορεί να προκαλέσει η νόσος αυτή, ενώ από ένα επίπεδο και κάτω η έλλειψη οξυγόνου οδηγεί σε ανακοπή».
«Οι ασθενείς αυτοί καταστέλλονται, λοιπόν, γιατί όταν τους βάζουμε σωλήνα στο λαιμό δε μπορεί να γίνει ανεκτός με άλλο τρόπο, προκειμένου να ρυθμίσουμε εμείς το βάθος των αναπνοών τους, τον αριθμό ανασών, την πίεση του αέρα», εξηγεί η κ. Πουρίκη.
(Φωτογραφία: Προσωπικό Αρχείο / Σοφία Πουρίκη)
Χωρίς αίσθηση του χρόνου
Στην απορία μας αν οι άρρωστοι νοιώθουν πόνο, η εντατικολόγος είναι κατηγορηματική: «Τα φάρμακα που χρησιμοποιούμε για την καταστολή είναι υπναγωγά – με απλά λόγια, είναι σαν να βάζουμε τον ασθενή σε ύπνο, οπότε δεν αισθάνεται ούτε τον αναπνευστήρα, ούτε πόνο, ώστε να αντέχει ο οργανισμός της επέμβαση μας.
Είναι, δε, βασικό μέλημα των γιατρών στις μονάδες εντατικής θεραπείας οι ασθενείς να μην πονάνε, η αναλγησία».
Εκτός από την αίσθηση του πόνου, όμως, ο ασθενής χάνει και την αίσθηση του χρόνου, στις περιπτώσεις για τις οποίες συζητάμε.
Όπως μας λέει η κ. Πουρίκη, «ο ασθενής δε καταλαβαίνει τον χρόνο, πρέπει να του εξηγήσουμε εκ των υστέρων τι έγινε, πόσες μέρες έμεινε στη μονάδα κλπ. Είναι μια διαδικασία την οποία τη κάνουμε μετά την αποσωλήνωση και την οποία την αναλαμβάνουν συχνά οι συγγενείς, η επικοινωνία με τους οποίους είναι πιο εύκολη στη νοσηλεία στις απλές κλίνες (λ.χ. υπάρχουν κινητά)».
«Μετά την αποσωλήνωση», διευκρινίζει, «για το χρονικό διάστημα του ενός ή των δύο 24ωρων που τους κρατάμε ακόμη στη ΜΕΘ, για να δούμε ότι είναι όλα καλά, μπορούμε να τους πούμε εμείς ότι “είσαι στη ΜΕΘ, ότι έχει περάσει τόσος χρόνος, ότι είσαι καλά τώρα και ότι από εδώ και πέρα μπορείς να συνεχίσεις την αποθεραπεία σου” κλπ.».
«Σύμμαχοι» οι νοσηλευτές και η εμπειρία
Μιλώντας, εξάλλου, για το ρόλο των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού στις ΜΕΘ, η ίδια κάνει λόγο για «δύο κρίκους μίας αλυσίδας, αλληλένδετους, με σκοπό τη διάσωση του ασθενούς».
«Ο γιατρός θα δώσει τις κατευθυντήριες οδηγίες, τα φάρμακα, τις ποσότητες των φαρμάκων, θα βάλει τις γραμμές, το μόνιτορινγκ. Από εκεί και πέρα η όλη περιποίηση των ασθενών γίνεται από νοσηλευτές, οι οπαίοι πρέπει να ‘ναι εμπειρότατοι και εξειδικευμένοι».
Τούτο διότι οι νοσηλευτές αποτελούν ουσιαστικά τα «μάτια» του γιατρού μέσα στις ΜΕΘ: «Είναι αναγκαίο οι νοσηλευτές να έχουν σχετική εξειδίκευση γιατί περνούν περισσότερο χρόνο με τους ασθενείς, οπότε είναι οι πρώτοι που θα αναγνωρίσουν οποιασδήποτε μεταβολή του ασθενή και θα ειδοποιήσουν τον ιατρό. Ο γιατρός μπορεί, επίσης, να είναι σε άλλο περιστατικό, οπότε οι νοσηλευτές καλούνται να κάνουν την αρχική αντιμετώπιση ενός συμβάντος μέσα στην εντατική, μέχρι να φτάσει εκείνος.
Πρέπει να μπορούν, άρα, να αντιμετωπίσουν μία κρίσιμη κατάσταση, καθώς έχουμε να κάνουμε με ασθενείς βαρέως πάσχοντες και κατά τη διάρκεια της νοσηλείας στις ΜΕΘ μπορούν να συμβούν “τα πάντα”».
Σε διαρκή εγρήγορση
Η τελευταία αυτή φράση μας φέρνει στο ζήτημα των επιπλοκών.
«Μπορούν να συμβούν “τα πάντα” και όποια ώρα. Μία αρρυθμία, ένα σηπτικό επεισόδιο, μπορεί να υπάρξουν άλλα ιατρικά ζητήματα από τη σοβαρή κατάσταση στην οποία ήδη βρίσκονται οι εν λόγω ασθενείς. Όλες αυτές οι καταστάσεις μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή. Ανά πάσα στιγμή, ακόμη κι ένας ασθενής για τον οποίο λέμε “είναι σταθερός, προχωράμε”, μπορεί να παρουσιάσει ξαφνικά επιπλοκή, η οποία να μας γυρίσει “πίσω”.
Έχει συμβεί πολλές φορές να λέμε για ασθενή ότι θα τον αποσωληνώσουμε και μπροστά μας να κάνει σηπτικό επεισόδιο, μικροβιαιμία, οπότε θ ‘αναγκαστούμε να τον ξανακοιμήσουμε, να του βάλουμε τα φάρμακα όπως σε ασθενή που πρωτομπαίνει στη Μονάδα κ.ο.κ.», λέει στο iEidiseis η Σοφία Πουρίκη, αποτυπώνοντας την κατάσταση του συνεχούς συναγερμού που επικρατεί.
Τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και ασθενείς τις υπογραμμίζει, άλλωστε, το γεγονός πως κάθε μέρα νοσηλείας στην εντατική επιβαρύνει γενικά την κατάσταση του αρρώστου, με τις μυοπάθειες (σ.σ. μυϊκή αδυναμία) να κάνουν την εμφάνιση τους ακόμη και την 5η μέρα ενίοτε.
Όπως μας λέει σε αυτό το σημείο η γιατρός, η πιο σύντομη νοσηλεία που έχει δει στη Μονάδα όπου εργάζεται αφορά διάστημα 4-5 ημερών, ενώ η πλέον πολυήμερη φτάνει τους 6 μήνες (ένας ασθενής)!
(Φωτογραφία: Προσωπικό Αρχείο / Σοφία Πουρίκη)
Μόνο αντίδοτο στη «μοναξιά» της ασθένειας το τηλέφωνο
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ συγγενών και ασθενών ή και γιατρών, στη σημασία της οποίας ήδη αναφερθήκαμε λόγω της απώλειας της χρονικότητας στα δωμάτια των εντατικών των νοσοκομείων, η κ. Πουρίκη επιβεβαιώνει αυτό που οι οικογένειες όσων διασωληνώθηκαν ή παραμένουν διασωληνωμένοι γνωρίζουν καλά: «Υπάρχει μόνο το τηλέφωνο».
Κάνοντας μία αναδρομή στην προ-Covid εποχή, μας λέει πως «όλες οι ΜΕΘ επέτρεπαν κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως μισής ώρας, στο οποίο έρχονταν οι συγγενείς, ντυνόντουσαν όπως πρέπει για να αποφευχθεί η διασπορά μικροβίων, βλέπανε τους ασθενείς και έπειτα ενημερωνόντουσαν από τον γιατρό για την πορεία τους. Τώρα, βέβαια, δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, απαγορεύεται κάθε επίσκεψη και μόνο διαθέσιμο “κανάλι” είναι το τηλέφωνο».
«Λέμε στους συγγενείς θα παίρνετε τηλέφωνο την τάδε ώρα, αλλά κι αυτό, ακόμη, δεν είναι εύκολο δεδομένου ότι πολλές φορές είμαστε μέσα στη μονάδα και ακούμε το τηλέφωνο έξω να χτυπά, όμως χρειάζεται συγκεκριμένο πρωτόκολλο για να βγάλουμε τις στολές, να πάρουμε το τηλέφωνο, μετά να ξαναμπούμε, επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο το όλο ζήτημα αλλά προσπαθούμε όσο γίνεται να κρατάμε το χρονικό περιθώριο γιατί καταλαβαίνουμε τι αγωνία έχουν και οι συγγενείς έξω. Το να έχεις τον άνθρωπο σου μέσα, χωρίς να μπορείς να τον βλέπεις, αυξάνει το ψυχικό βάρος των συγγενών», εξηγεί.
Τα καλά και τα κακά νέα
Υπάρχουν, βέβαια, και οι φορές που οι ίδιοι οι γιατροί θα αναζητήσουν τις οικογένειες, με τους κύριους λόγους πίσω από αυτές τις κλήσεις να είναι ή τα πολύ καλά νέα ή τα πλέον δυσάρεστα:
«Εμείς θα πάρουμε συγγενείς τηλέφωνο όταν είναι δυσάρεστα τα νέα, όταν έχει επιδεινωθεί πολύ ο ασθενής, οπότε θα πούμε ότι μπορεί να γίνει και το μοιραίο, ή όταν αποσωληνώνεται, για να πούμε πως σε 1-2 μέρες θα πάει στην κλινική Covid.
Γενικότερα, θα πάρουμε τηλέφωνο για κάθε σημαντική αλλαγή στον ασθενής, ενημερώνουμε π.χ. για τυχόν προγραμματισμό κάποιου χειρουργείου, αν παραστεί ανάγκη επέμβασης κλπ.».
(EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ)
Βιντεοκλήσεις που δίνουν κουράγιο
Μία ακόμη όχι και τόσο γνωστή – στην Ελλάδα – πρακτική που σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να συνδράμει στο κομμάτι του να έρθουν πιο κοντά ασθενείς και συγγενείς είναι, η βιντεοκλήση – πάλι δια τηλεφώνου, ενίοτε, όμως, γίνεται και μέσω τάμπλετ.
Όπως μας λέει η εντατικολόγος του «Σωτηρία», υπάρχουν «ασθενείς που μπορεί να καθυστερήσει η έξοδος τους από τη ΜΕΘ, οπότε τους κρατάμε μέσα παρότι έχουν αποσωληνωθεί. Όντας εναργείς, καταλαβαίνουν τα πάντα και παρότι είμαστε συνέχεια μαζί τους, στεναχωρούνται που καταλαβαίνουν πως βρίσκονται σε ένα ξένο περιβάλλον, μακριά από τους δικούς τους, το βλέπουμε στην ψυχολογία τους. Έχουμε, λοιπόν, κάποιο κινητό που βάζουμε σε σακούλα επικίνδυνων αποβλήτων κι από εκεί, μέσω βιντεοκλήσης, τους φέρνουμε σε επικοινωνία με τους συγγενείς τους. Βλέπεις, τότε, πως αλλάζει αμέσως η ψυχοσύνθεση τους, είναι πολύ συγκινητικό».
«Άλλες φορές μεταφέρουμε σε αυτούς τους ασθενείς (σ.σ. που έχουν διαύγεια) όσα μας λένε. “Είναι ξύπνιος;”. “Ναι, είναι”. “Μπορείτε να του πείτε ότι η εγγονή του έκανε εκείνο” ή “ότι τον αγαπάμε πολύ και πως τον σκεφτόμαστε;¨”. Το μεταφέρουμε και βλέπεις στα μάτια τους ότι ηρεμούνε. Καταλαβαίνουν πως δεν είναι παρατημένοι, παύουν να νιώθουν μόνοι», προσθέτει η κ. Πουρίκη, συμπληρώνοντας πως όταν μπορέσουν, το πρώτο που ζητάνε είναι οι σύζυγοι ή τα παιδιά τους, αγαπημένα πρόσωπα από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Είτε με τη μία μορφή επικοινωνίας, την άμεση, είτε με την άλλη, προσφέρεται μία πολύτιμη στήριξη για κάθε πλευρά, συμπεραίνει. Εξυπακούεται, τέλος, πως όσο κουράγιο παίρνει ο ασθενής τις κρίσιμες ώρες εκείνες, το ίδιο συμβαίνει και με τους θεράποντες ιατρούς του, οι οποίοι δίνουν πλέον για 10ο μήνα τη «μάχη» με την πανδημία…
(Φωτογραφία: Προσωπικό Αρχείο / Σοφία Πουρίκη)