Θετικός στον κορονοϊό γιατρός κλήθηκε να διασωληνώσει ασθενή στο Καρπενήσι λόγω της έλλειψης προσωπικού στο νοσοκομείο, σύμφωνα με καταγγελία του προέδρου της ΠΟΕΔΗΝ.
Όπως επισημαίνει ο Μιχ. Γιαννάκος, αρχικά, σε δήλωσή του: «Η Ευρυτανία έχει ολόκληρα χωριά σε καραντίνα λόγω αυξημένων κρουσμάτων. Και όμως το νοσοκομείο Καρπενησίου που καλείται να σηκώσει το βάρος έμεινε χωρίς κανένα γιατρό παθολόγο και χωρίς πνευμονολόγο».
«Η κλινική κορονοϊού του νοσοκομείου Καρπενησίου νοσηλεύει αυτή τη στιγμή 15 περιστατικά Covid-19 χωρίς ιατρική φροντίδα», συνέχισε, καθώς «ο ένας παθολόγος που απέμεινε παραιτήθηκε. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν νυχθημερόν στο νοσοκομείο επί 10 ημέρες».
Την ίδια ώρα, «οι δύο άλλοι γιατροί του νοσοκομείου ένας παθολόγος και ένας πνευμονολόγος νοσούν από κορονοϊό».
Εν μέσω αυτής της συνθήκης, λοιπόν, σύμφωνα πάντα με τον πρόεδρο της ΠΟΕΔΗΝ, σήμερα, Τετάρτη, χρειάσθηκε να διασωληνωθεί 32 χρόνος ασθενής από το χωριό Ραπτόπουλο.
Όπως αναφέρει: «Το νοσοκομείο δεν είχε γιατρό. Έφεραν τον θετικό στο κορονοϊό γιατρό παθολόγο από το σπίτι του να διασωληνώσει τον ασθενή και από αύριο του είπαν θα εργάζεται κανονικά».
Οι εργαζόμενοι μετέφεραν στον κ. Γιαννάκο, όπως λέει, «ότι ο γιατρός που νοσεί και γύρισε για δουλειά σέρνεται στη κυριολεξία» αλλά και ότι «υπάρχει αναστάτωση για νοσοκομειακή διασπορά του ιού».
Εν συνεχεία, ο κ. Γιαννάκος διερωτάται «πώς είναι δυνατόν να αφήσουν ένα νοσοκομείο σε “κόκκινη” περιοχή να νοσηλεύει περιστατικά κορονοϊού χωρίς γιατρό. Πόσο επικίνδυνο είναι να γυρίζει για δουλειά γιατρός που νοσεί. Και είναι και μόνος. Εκμεταλλεύονται το φιλότιμο του γιατρού», σημείωσε.
Ως προς τον 32χρονο ασθενή, ενημέρωσε πως «διεκομίσθηκε στη ΜΕΘ του νοσοκομείου της Χαλκίδας». Παράλληλα, «ο πατέρας του επίσης νοσηλεύεται σε ΜΕΘ, στο Γενικό Νοσοκομείο Πατρών».
«Βλέπετε η ΜΕΘ δύο κλινών του νοσοκομείου Καρπενησίου, πλήρως εξοπλισμένες από δωρεές, είναι κλειστή λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού», τόνισε ο κ. Γιαννάκος.
Και κατέληξε: «Ποιο είναι το επίπεδο νοσηλείας σε πολλές κλινικές νοσοκομείων; Χωρίς γιατρούς, με δύο ή τρεις νοσηλεύτριες για 30 έως 40 ασθενείς. Να τρέχουν και να μην φθάνουν. Να χάνονται ασθενείς που θα μπορούσαν να ζουν».