Εξιχνιάστηκε μετά από σχεδόν εννιά χρόνια η κλοπή των πινάκων του Πικάσο και του Μοντριάν από την Εθνική Πινακοθήκη το 2012. Οι λεπτομέρειες της κλοπής, αλλά και το προφίλ του 49χρονου δράστη προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρουν.
Μάλιστα, όποιος γνωρίζει τα της κλοπής του διασημότερου έργου ζωγραφικής στον κόσμο, της «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο Νταβίντσι, το 1911, από το μουσείο του Λούβρου, θα παρατηρήσει μια πολύ σημαντική ομοιότητα, αλλά και κάποιες μικρότερες σε σχέση με αυτή που διαπράχθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ποια είναι αυτή;
Και οι δύο δράστες ήταν ελαιοχρωματιστές στο επάγγελμα.
Ο Βιντσέντζο Περούτζα ήταν αυτός έκλεψε τον πίνακα του Λεονάρντο Νταβίντσι. Είχε κρυφτεί σε ντουλάπι του μουσείου του Λούβρου το προηγούμενο βράδυ και το πρωί της 21ης Αυγούστου του 1911 απέσπασε το αριστούργημα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι από την κορνίζα του, το έβαλε κάτω από το παλτό του, βγήκε από τις πλαϊνές εξόδους του μουσείου και χάθηκε μέσα στο πλήθος της οδού Ριβολί.
Ο πίνακας κρύφτηκε αρχικά πίσω από μια στοίβα καυσόξυλων, για να πάρει για τα επόμενα δυόμισι χρόνια τη θέση του στο διπλό πάτο ενός μπαούλου, μέσα στο μικρό δωματιάκι που νοίκιαζε ο Βιντσέντζο στην ιταλική παροικία του Παρισιού.
Όπως ακριβώς δηλαδή και ο 49χρονος ελαιοχρωματιστής που έκλεψε τα δύο έργα από την Εθνική Πινακοθήκη. Αυτός έκρυψε τα έργα σε κρύπτη στο μπάνιο του σπιτιού και μόνο όταν διέρρευσε ότι η αστυνομία ήταν κοντά στα ίχνη του τα έκρυψε σε ρεματιά της Κερατέας.
Η απουσία της «Μόνα Λίζα» έγινε αντιληπτή μετά από περίπου 24 ώρες. Η άδεια κορνίζα είχε βρεθεί πεταμένη πίσω από μια σκάλα, ενώ όλη την περιοχή έψαχναν δεκάδες επιθεωρητές κι αστυνομικοί.
Για τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, όπως συνέβη και στην περίπτωση του 49χρονου ελαιοχρωματιστή, παρότι οι κλέφτες επικυρήχθηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες. Η Τζοκόντα είχε κάνει φτερά και πολύς κόσμος πίστευε ότι είχε καταστραφεί. Η κατάσταση άλλαξε άρδην στις 29 Νοεμβρίου 1913, όταν ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή.
Ο Τζέρι έκλεισε ραντεβού στον Βιτσέντζο στις 10 Δεκεμβρίου στην γκαλερί του στη Φλωρεντία. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης της πόλης «Ουφίτσι», που δεν πολυπίστεψε αυτή την ιστορία. Την επομένη ο Βιτσέντζο οδήγησε τους δύο άνδρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του «Τρίπολι-Ιτάλια». Με αποφασιστικές κινήσεις άνοιξε ένα μπαούλο και από ένα κρυφό πάτο τους φανέρωσε τον διάσημο πίνακα. Οι δύο άνδρες έδειξαν συγκρατημένη έκπληξη, καθώς γνώριζαν ότι κυκλοφορούν δεκάδες πλαστές Τζοκόντες. Για καλό και για κακό είχαν ειδοποιήσει τους Καραμπινιέρους, οι οποίοι συνέλαβαν τον Βιτσέντσο.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του Λεονάρντο Βιτσέντζο ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο, ελαιχρωματιστής στο επάγγελμα και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια. Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.) και βγήκε σαν κύριος από το Μουσείο. Το κρησφύγετό του ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο από το Λούβρο.
Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την κατευόδωσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου – Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.
Με πληροφορίες από το sansimera.gr