Πέθανε σήμερα μετά από γενναία μάχη με τον καρκίνο και σε ηλικία 73 ετών ο κορυφαίος διεθνολόγος Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, με την κηδεία του, σύμφωνα με πληροφορίες, να γίνεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κύπρο.
Ο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης ήταν αναμφίβολα, εκ των κορυφαίων διεθνολόγων της χώρας που ακόμη και όταν πάλευε με τον καρκίνο είχε το ίδιο πάθος και τον ίδιο ζήλο για τα ελληνοτουρκικά, τις θέσεις της Ελλάδας αλλά και όλων των γεωστρατηγικών θεμάτων.
Ήταν αρχές Δεκεμβρίου που μιλήσαμε – τελικά- για τελευταία φορά και ενώ βρισκόταν, όπως έμαθα εκ των υστέρων στο νοσοκομείο. Σχολίαζε όλα τα τελευταία δεδομένα με έμφαση τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας και παρέμενε παρά τη μάχη που έδινε ένας μεγάλος Δάσκαλος.
«Συμπολεμιστή… » ήταν η ατάκα που απαντούσε όταν τον καλούσα στο τηλέφωνο και αυτό που πραγματικά δεν θα ξεχάσω και δεν πρέπει να ξεχάσουμε είναι ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας από τους εμπνευστές και συντάκτης του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου. Μια ιδέας που άλλαξε τα δεδομένα στην ΝΑ Μεσόγειο.
Ο ίδιος μάλιστα έγραφε, το 2019, για το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας – Κύπρου.
Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου ή αλλιώς Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Θράκης, Αιγαίου και Κύπρου, αποτελούσε έναν αμυντικό συμπληρωματικό μηχανισμό των δύο χωρών ο οποίος θα ενεργοποιούνταν σε ενδεχόμενη τουρκική απειλή. Πιο συγκεκριμένα, ο αμυντικός χώρος της Ελλάδας θα περιελάμβανε πλέον και την ουδέτερη ζώνη της Κύπρου. Επιπρόσθετα, η εν λόγω δέσμευση για συνεργασία προς απώθηση τυχόν τουρκικής απειλής προβλεπόταν και στην Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 (άρθρα I και IV). Σύμφωνα με αυτή η Κυπριακή Δημοκρατία αναλάμβανε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της, την εδαφική της ακεραιότητα και την ασφάλειά της, τηρώντας το Σύνταγμά της. Ακόμη, ήταν υποχρεωμένη να απέχει από κάθε προσπάθεια ένωσης του νησιού με άλλη χώρα ούτε διχοτόμησής του. Σε περίπτωση μάλιστα ανατροπής του καθεστώτος, οι Εγγυήτριες δυνάμεις (ήτοι Ελλάδα, Τουρκία και Μεγάλη Βρετανία) είχαν το δικαίωμα συλλογικής ή ατομικής επέμβασης (Νομική Υπηρεσία Κυπριακής Δημοκρατίας).
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στην δήλωση του Έλληνα Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος ρητά γνωστοποίησε την ελληνική θέση, καθιστώντας σαφές το casus belli. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «η βασική δέσμευση της Ελλάδος [είναι] ότι αν υπάρξει προέλαση τουρκικών στρατευμάτων, αυτό οδηγεί σε πόλεμο» (Συρίγος, 2016). Ενώ ο Πρόεδρος της Κύπρου δήλωσε εμφατικά ότι «συνεργασία σημαίνει αλληλοενημέρωση, συναποφάσεις» καθιστώντας ξεκάθαρη την απουσία μονομερών πρωτοβουλιών στο συγκεκριμένο ζήτημα (Αρσένης, 2009). Μοιραία, οι δύο αυτές τοποθετήσεις συνέβαλαν καθοριστικά στην ενίσχυση του ελληνοκυπριακού φρονήματος, αλλά και στην σαφή επικοινωνία προς τα έξω περί της εν λόγω αμφίδρομης στήριξης.
Διακλαδικές ασκήσεις
Προς επίτευξη των στόχων του δόγματος δημιουργήθηκε ναύσταθμος στην περιοχή της Λεμεσού καθώς και στρατιωτική αεροπορική βάση στην Πάφο, ενώ προβλεπόταν συντονισμός τόσο των στρατιωτικών δυνάμεων και των σχεδίων αμύνης, όσο και των αντίστοιχων υποδομών. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην ελληνοκυπριακή επιχείρηση διαδραμάτιζε η διοργάνωση διακλαδικών ασκήσεων. Οι κοινές ασκήσεις αφενός συνέβαλαν στην εναρμόνιση των στρατιωτικών και διοικητικών ζητημάτων ετοιμότητας και αποτελεσματικότητας, αφετέρου ενίσχυσαν το αίσθημα της εμπιστοσύνης των Ελληνοκυπρίων. Ιδιαίτερη αναφορά αρμόζει στην κοινή άσκηση Ελλάδας-Κύπρου, την επονομαζόμενη «Τοξότης» που πραγματοποιήθηκε στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ρόδου και Κύπρου και διήρκησε από το 1994 έως το 2001. Το 2005 η άσκηση επανελήφθη, δίχως όμως την παρουσία των εκατέρωθεν στρατευμάτων. Η άσκηση πραγματοποιήθηκε επί χάρτου ενώ εγκαταλείφθηκε πλήρως το 2008. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εν λόγω διεξαγωγή αποτέλεσε σημείο προστριβής με την Τουρκία, η οποία ήγειρε αντιδράσεις. Παράλληλα, αξιοσημείωτη ήταν η συμμετοχή της ελληνικής πλευράς και στην άσκηση «Νικηφόρος», η οποία λάμβανε χώρα τόσο στον εναέριο χώρο με την συνεργασία αμφότερων μαχητικών αεροσκαφών, όσο και στον θαλάσσιο, με την συμμετοχή πλοίων (Συρίγος, 2016).
Στόχοι και προσδοκίες…
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 μετέβαλε το τότε υφιστάμενο status quo. Η πάγια θέση της Ελλάδας στο εν λόγω ζήτημα ήταν και είναι πρόδηλη, με το ψευδοκράτος να αναγνωρίζεται μόνο από την πλευρά της Τουρκίας, τη στιγμή που καταδικάζεται με τις Αποφάσεις 541 του 1983 και 550 του 1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εξωτερικών). Ως εκ τούτου η επαναφορά της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή συνιστούσε πρωτεύον ζήτημα με την ταυτόχρονη επαναφορά του Κυπριακού στην διεθνή κοινότητα προς επιτακτική επίλυσή του. Συγχρόνως, η σπουδαιότητα της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου αποτέλεσε κινητήριο δύναμη για την υλοποίηση της ελληνοκυπριακής συνεργασίας. Η παρουσία του ελληνισμού στην ευρύτερη γεωπολιτικής σημασίας περιοχή, συνιστούσε σημαίνοντα στόχο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ήφαιστο Π. ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος «δεν ήταν μία τυχαία στρατηγική» αλλά στηρίχθηκε στην δήλωση περί casus belli του Ανδρέα Παπανδρέου το 1983 και στον ενδεχόμενο κίνδυνο μετατροπής των Ελληνοκυπρίων σε στρατηγικούς ομήρους της Τουρκίας. Παράλληλα, η ορθή εφαρμογή του ΔΕΑΧ συνδυαστικά με την κεντρική στρατηγική στο Αιγαίο θα παρείχε τη δυνατότητα για οριοθέτηση κοινών θαλάσσιων συνόρων μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου (Ήφαιστος, 2019).
Διεθνείς αντιδράσεις
Η αρνητική στάση της Τουρκίας ως προς την αμυντική σύμπραξη Ελλάδας και Κύπρου ήταν ολοφάνερη, ενώ παράλληλα επιχειρούνταν και ενδυνάμωση της τουρκικής άμυνας στον εναέριο χώρο. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των προγραμμάτων Peace Onyx Ι (1987-1995) και ΙΙ (1995-1999), η Τουρκία προέβη σε αγορά 240 μαχητικών αεροσκαφών συνολικά (Turkish aerospace). Σε κάθε περίπτωση αποσκοπούσε στην κυριαρχία της επί της Ανατολικής Μεσογείου με όλες της τις δυνάμεις. Ως εκ τούτου, μία αμυντική συμμαχία εναντίον ενδεχόμενης τουρκικής απειλής αλλά και οι προαναφερθείσες στοχεύσεις της ελληνικής πλευράς, θα υπέσκαπταν την εξωτερική πολιτική της. Επιπλέον, εμφανίζονταν και άλλες δυνάμεις, πέραν της Τουρκίας, αρνητικά διακείμενες προς το ΔΕΑΧ.
Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ανέκαθεν συνιστούσε πεδίο γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινότητας. Μάλιστα, η σημαίνουσας σημασίας γεωγραφική θέση της Μεγαλονήσου αποτελεί στρατηγικό εργαλείο για την εκάστοτε Μεγάλη Δύναμη που επιχειρεί την υπεράσπιση και την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή (Τσιριγώτης, 2019, Fouskas and Tackie, 2009). Παρά την καθόλα παράνομη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο και την εγκατάστασή τους, η νέα τάξη πραγμάτων που εγκαινιάστηκε ευνοούσε τόσο την Μεγάλη Βρετανία, όσο και τις Η.Π.Α., καθώς συνέτεινε στην διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή. Οτιδήποτε αντίθετο σ’ αυτήν, φόβιζε τις εν λόγω δυνάμεις και τις ωθούσε να εγείρουν αντιδράσεις επί του Δόγματος. Με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας να υπογραμμίζει ότι «η Κύπρος είναι ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί», αυτή η επικείμενη αναδιαμόρφωση της κατάστασης σίγουρα έβρισκε αντίθετες τις δυνάμεις της διεθνούς πολιτικής σκηνής (Συρίγος, 2016).
Σε κάθε περίπτωση η δημιουργία ενός Ενιαίου Αμυντικού Χώρου δεν θεωρούνταν μία εύκολη υπόθεση. Παρά τις αντιδράσεις, τόσο η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος βάδιζαν προς την κατεύθυνση αυτή της «ενοποίησης». Χαρακτηριστικό, μάλιστα, παράδειγμα έκδηλου ενδιαφέροντος για την Κυπριακή Δημοκρατία και την ασφάλεια από ελληνικής πλευράς, ήταν η πρόταση για αγορά του ρωσικού κινητού πυραυλικού αντιαεροπορικού συστήματος S-300PMU-1, το 1996.
Κρίση πυραύλων S-300. Η συμφωνία και η ισχύς του πυραυλικού συστήματος.
Στις 4 Ιανουαρίου 1997 υπεγράφη, τελικά, η συνθήκη μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας αναφορικά με την αγορά του συγκεκριμένου πυραυλικού συστήματος. Επρόκειτο για μία συμφωνία ήσσονος σημασίας, η οποία ενίσχυε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.
Απαρτιζόταν από 4 συστοιχίες αποτελούμενη από 12 πυραύλους έκαστη, 48 στο σύνολο, το βεληνεκές των οποίων ήταν αξιοσημείωτο -150 χιλιόμετρα-, όπως επίσης και η εμβέλεια των ραντάρ τους που άγγιζε τα 300 χιλιόμετρα (Συρίγος, 2016). Επρόκειτο για ένα σύστημα ικανό να θωρακίζει μεγάλου εύρους εγκαταστάσεις. Η ιδιότητά του, μάλιστα, να αντιμετωπίζει ακόμη και επιθέσεις προερχόμενες από βαλλιστικούς ή τακτικού πεδίου μάχης πυραύλους προσέδιδε επιπλέον ισχύ στο εν λόγω σύστημα (Πολεμική Αεροπορία). Επιπροσθέτως, μέσω αυτού η Κύπρος θα μπορούσε να πλήξει εχθρικούς στόχους που βρίσκονταν πέραν της τουρκικής επικράτειας (Κρασσάς, 2018).
Κύμα αντιδράσεων…
Η συγκεκριμένη δυναμική δεν συνιστούσε απειλή μόνο για την τουρκική πλευρά αλλά για τα συμφέροντα άλλων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα της Κύπρου να αποκτήσει πρόσβαση μέσω των ραντάρ της στις περιοχές του Ισραήλ, του Λιβάνου και της Συρίας, θα συνιστούσε ακόμη έναν παράγοντα επικείμενης ανατροπής του status quo στην περιοχή. Ως εκ τούτου, οι βλέψεις των δυνάμεων των Η.Π.Α. και της Μεγάλης Βρετανίας για παρεμπόδιση αναθεωρητικών τάσεων ενισχύονται με την παράλληλη στάση των ως άνω χωρών.
Στον αντίποδα βρίσκεται η διαχρονική θέληση της Μόσχας να είναι παρούσα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Το γεγονός αυτό την φέρνει αντιμέτωπη με τα αντίστοιχα συμφέροντα και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία την περίοδο εκείνη διατηρεί βάσεις στην Μεγαλόνησο. Ακόμη η ρωσική προέλευση του πυραυλικού συστήματος ενισχύει σε κάθε περίπτωση τις επεκτατικές βλέψεις της πρώτης, τη στιγμή που την φέρνει σε σύγκρουση με την αμερικανική ιδεολογία (Συρίγος, 2016).
Σύμφωνα με την θέση των Η.Π.Α., η διατάραξη της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή θα ήταν δεδομένη σε περίπτωση εγκατάστασης πυραυλικού συστήματος στην Κύπρο. Σε ένα πρώτο επίπεδο το οικονομικό, αλλά κυρίως το γεωστρατηγικό πλεονέκτημα της Μόσχας θα έπληττε σημαντικά τα αμερικανικά συμφέροντα στην Μέση Ανατολή. Συγχρόνως, θα κλιμακωνόταν ο ανταγωνισμός Κύπρου-Τουρκίας ως προς το μέγεθος των στρατιωτικών εξοπλισμών. Η κλιμάκωση στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών θα καθιστούσε περαιτέρω δυσεπίλυτο το Κυπριακό Ζήτημα. Τέλος, οι Η.Π.Α. τάσσονταν κατά της κατοχής πυρηνικών όπλων αντίστοιχου βεληνεκούς και υπέρ της ειρηνικής διευθέτησης του ζητήματος. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών, η επίλυση διαφορών στηρίζεται στη βάση διαπραγματεύσεων και ειρηνικών διαδικασιών, ενώ παράλληλα ενθαρρύνεται η αποφυγή χρήσης προβοκατόρικων πράξεων και η χρήση βίας ή η απειλή αυτής (United States Code, chapter 22 § 2373 – Eastern Mediterranean policy requirements).
Θέσεις Ελλάδας-Κύπρου
Ήταν χαρακτηριστική η αδυναμία πλήρους σύμπλευσης των εκατέρωθεν ηγεσιών ως προς την υιοθέτηση ενιαίας πολιτικής στο πεδίο της εγκατάστασης των πυραύλων S-300 στην Μεγαλόνησο. Αφενός η ελληνική κυβέρνηση υπό την προεδρία του Κώστα Σημίτη σκιαγραφείται από αβεβαιότητα και φόβο ανάληψης ευθυνών, αφετέρου η Κυπριακή Δημοκρατία επί Γλαύκου Κληρίδη αντιμετωπίζει την εγκατάσταση ως νόμιμο δικαίωμα αμυντικής δυνατότητας, τη στιγμή που υπάρχουν και προβληματισμοί αναφορικά με την ενδεχόμενη κλιμάκωση των ήδη τεταμένων σχέσεων. Η μόνη περίπτωση ματαίωσης της πυραυλικής εγκατάστασης είναι η ολική αποχώρηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, η πλήρης δηλαδή αποστρατικοποίηση της Κύπρου (Συρίγος, 2016).
Τουρκική τοποθέτηση
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είχε θέσει σαφή και αμετάκλητα όρια ως προς τους ρωσικούς πυραύλους S-300. Για τη γείτονα χώρα το ζήτημα της εγκατάστασής τους συνιστούσε απειλή της εθνικής της ασφάλειας και εμπόδιο στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η αρνητική της στάση αποτυπώνεται και στην δήλωση του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, τότε Προέδρου της, ο οποίος τόνισε ότι σε περίπτωση απειλής της εθνικής ασφάλειας και ανατροπής της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή «αντίστοιχα στρατιωτικά και πολιτικά μέτρα θα ληφθούν χωρίς δισταγμό» (Συρίγος, 2016).
Οι προσπάθειες της Τουρκίας για αποτροπή της εγκατάστασης ήταν έκδηλες. Οι απειλές και οι προκλήσεις υπήρξαν συνεχείς με χαρακτηριστικό παράδειγμα την άσκηση του Νοεμβρίου του 1997 στο υπό κατοχή βόρειο τμήμα της Κύπρου και την απειλή προληπτικού χτυπήματος τον Ιανουάριο του ίδιου έτους. Παράλληλα, η Τουρκία προσπαθούσε να πολλαπλασιάσει τους συμμάχους της, εγείροντας θέματα σταθερότητας και ασφάλειας τόσο προς τις Η.Π.Α όσο και προς την Ε.Ε (Κρασσάς, 2018, Συρίγος, 2016).
Ματαίωση σχεδίου S-300 και μεταφορά τους στην Ελλάδα
Σε ευρύτερο πλαίσιο, είναι γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή συμμαχία δεχόταν πολυάριθμες πιέσεις γεγονός που οδήγησε και σε καθυστέρηση των διαδικασιών υλοποίησης της. Το εγχείρημα συναντούσε πάγιες αντιδράσεις διεθνώς και αυτό δυσχέραινε σημαντικά τον απώτερο σκοπό των δύο χωρών. Σύμφωνα με τον τότε υπουργό Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, Όμηρο Γιαννάκη, στις 27 Νοεμβρίου του 1998 πραγματοποιήθηκε καθοριστικής σημασίας σύσκεψη μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, με την πρώτη να τοποθετείται ρητά κατά της έλευσης των πυραύλων στην Κύπρο και να αντιπροτείνει την μεταφορά τους στην Κρήτη. Τελικώς, η επιχείρηση περί της έλευσης τους στην Κύπρο ματαιώνεται με το Γλαύκο Κληρίδη να αναλαμβάνει την ευθύνη της κοινοποίησης της απόφασης (Γιαννάκης, 2018). Οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην μεταφορά του πυραυλικού συστήματος στην Ελλάδα, η οποία με τη σειρά της παραχώρησε στην Κύπρο τους αντιαεροπορικούς πυραύλους TOR-M1. Σήμερα, οι S-300 βρίσκονται στην κατοχή της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά παραμένουν αδρανείς. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το έτος 2013, όταν πραγματοποιήθηκε δοκιμαστική βολή τους (Κρασσάς, 2018).
Επίλογος
Η ανάγκη, λοιπόν, για οικοδόμηση ενός Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου βρήκε έρεισμα σε εξωγενείς παράγοντες και, συγκεκριμένα, στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η ορατή τουρκική απειλή και το γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας αποτέλεσαν το εναρκτήριο λάκτισμα των ανάλογων διαδικασιών προς επίτευξη του στόχου. Η εν λόγω προσπάθεια αλληλοϋποστήριξης πυροδότησε αντιδράσεις διεθνούς εμβέλειας με την Τουρκία να διαδραματίζει καίριο ρόλο. Εντός του επιχειρησιακού αυτού πλαισίου, σημείο αναφοράς αποτέλεσε η κρίση των πυραύλων S-300. Η ελληνική πρόταση για ενίσχυση της ασφάλειας και προστασίας των Ελληνοκυπρίων μέσω της εγκατάστασης του συγκεκριμένου ρωσικού πυραυλικού μηχανισμού στην Μεγαλόνησο δεν στέφθηκε από επιτυχία.
Ουσιαστικά η ματαίωση της επιχείρησης αποτέλεσε ορόσημο για την αναποτελεσματικότητα του ΔΕΑΧ. Πέραν των στρατηγικών και πολιτικών στόχων που δεν επιτεύχθηκαν, σημαντικός κρίνεται και ο αρνητικός αντίκτυπος στο αίσθημα εμπιστοσύνης των Ελλήνων και των Κυπρίων, τη στιγμή που ο φόβος της τουρκικής απειλής ενισχυόταν, το Κυπριακό Ζήτημα δεν σημείωσε πρόοδο, ενώ παράλληλα κλονίστηκε και η αξιοπιστία της Ελλάδας ως αποτρεπτικό κράτος (Ήφαιστος, 2019). Ωστόσο, παρά το πλήγμα που δέχθηκε το ΔΕΑΧ, είναι γεγονός η συνέχιση του επιχειρησιακού συντονισμού των ελληνικών και των κυπριακών επιτελείων, τη στιγμή που η εν λόγω συνεργασία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στην προσπάθεια εξεύρεσης βιώσιμης και δίκαιης λύσης στο Κυπριακό Ζήτημα (Ελληνική Δημοκρατία Υπουργείο Εξωτερικών). Επιπλέον, ιδιαίτερη αναφορά αρμόζει στην διακλαδική άσκηση Έρευνας-Διάσωσης «ΑΕΤΟΣ», που έλαβε χώρα στην περιοχή μεταξύ Ρόδου και Μεγίστης στις 25 Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους, όπου συμμετείχαν ελληνικές και κυπριακές δυνάμεις (ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ).
Στις μέρες μας, μάλιστα, με την τουρκική προκλητικότητα να βρίσκεται στο ζενίθ της, το ζήτημα περί αναβίωσης του Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου φαίνεται να επανέρχεται στο προσκήνιο, με την ανάγκη να ενταχθεί «σε μία νέα λογική εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής από αυτήν που ακολουθείται τις τελευταίες δεκαετίες» (Ήφαιστος, 2020). Σε κάθε περίπτωση «η υπεράσπιση χώρου, κράτους και ελληνισμού» θα πρέπει να αποτελεί τον βασικό άξονα της στρατηγικής των δύο χωρών (Γιαλλουρίδης, 2019).
Το πλήρες βιογραφικό του
Γεννήθηκε στη Μόρφου της Κύπρου και σπούδασε Νομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια του Tubingen, του Freiburg και του Bochum της Γερμανίας. Ειδικεύθηκε στους κλάδους της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης, των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς δικαίου. Το 1980 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Bochum με τη διάκριση Magna cum Laude.
Από το 1986 και για τρείς και πλέον δεκαετίες ανήκε στο διδακτικό προσωπικό του Παντείου Πανεπιστημίου, εκλεγόμενος σε όλες τις πανεπιστημιακές βαθμίδες μέχρι και αυτή του πρωτοβάθμιου καθηγητή, ενώ διετέλεσε ο πρώτος Κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού.
Δίδαξε διεθνή πολιτική, διαχείριση κρίσεων, εξωτερική πολιτική και ΜΜΕ και πολιτιστική διπλωματία. Συνεργάστηκε ως επισκέπτης καθηγητής με το φημισμένο «Ινστιτούτο Έρευνας για τη Σύγκρουση και την Ειρήνη» του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, καθώς και με το Πανεπιστήμιο του Freiburg.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου και του Κυπριακού Κέντρου Μελετών.
Διετέλεσε σύμβουλος των Υπουργών Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως της Ελληνικής Κυβέρνησης (1994 – 1996). Στο ίδιο πλαίσιο και ως σύμβουλος του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Γεράσιμου Αρσένη, υπήρξε ο κύριος συντάκτης του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου, το οποίο και συνιστούσε μια στρατηγική τομή στην ελληνική πολιτική ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Δίδαξε στις ανώτατες σχολές όλων των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων για πάνω από δυο δεκαετίες. Διετέλεσε πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Είναι συγγραφέας βιβλίων και μονογραφιών στην ελληνική, αγγλική, καθώς και γερμανική γλώσσα. Τα συγγράμματά του διδάσκονται σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, αποτελώντας σημείο αναφοράς, ιδιαιτέρως σε ότι αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό Πρόβλημα.
Επί σειρά ετών υπήρξε τακτικός αρθρογράφος των ελληνικών εφημερίδων Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, Φιλελεύθερος Κύπρου και Κυριακάτικη Σημερινή Κύπρου.
Ο καθηγητής Γιαλλουρίδης τιμήθηκε με σειρά διακρίσεων από συλλόγους, πανεπιστήμια και κράτη για την προσφορά του στον κλάδο των διεθνών σχέσεων, αλλά και την εν γένει προσφορά στο ελληνισμό. Έχει, επίσης, τιμηθεί με εύφημο μνεία από τον διοικητή του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς για τη συμμετοχή του ως έφεδρος αξιωματικός στις μάχες της Κύπρου κατά τη διάρκεια της 1ης και 2ης τουρκικής εισβολής το 1974.
Ο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης θα μείνει ζωντανός μέσα από τα βιβλία του, τα άρθρα του και την πάλη του για μια ελεύθερη Κύπρο.