«Ο Βοσκόπουλος νομίζω πως ενσάρκωσε αυτή την κίνηση, αυτό το πέταγμα πάνω από τις βαρύτητες, τα αχ και τα επικά απωθημένα της κοινωνίας μας- σαν φιγούρα λαϊκού παιδιού που βρέθηκε μέσα σε ένα κάστρο και ντύθηκε λόρδος των παραμυθιών».
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, σε ανάρτησή του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, Νικόλας Σεβαστάκης, με αφορμή τον θάνατου του σπουδαίου καλλιτέχνη σε ηλικία 81 ετών.
Αναλυτικά η ανάρτησή του:
«Εκεί γύρω στο ‘60 υπήρξε και μια λαϊκότητα που αποστάτησε από τη μεγάλη θλίψη και τη θρηνολογία του καημού, αναζητώντας από τη μια το ‘αίσθημα’ και από την άλλη να βρεθεί σε καλά περιβάλλοντα, να γευτεί τις μυρουδιές μιας πιο αστικής ζωής. Άνδρες, νέοι, που δεν πήγαν ούτε στα γιε γιέδικα, ούτε στον Θεοδωράκη, ούτε στην λαϊκή καζαντζιδική ”παράταξη” (που είχε μέσα Γαβαλάδες και πολλούς άλλους).
Αυτή η λαϊκότητα που θέλησε να αλλάξει, να αποπνέει μια αρχοντιά μεγάλου πλούτου που δεν θα ήταν τσιγκούνικος και στρυφνός, που δεν έκανε πολιτική αλλά ήρθε η χούντα και συχνά την μετάτρεψε σε μέρος της κουλτούρας της, αυτή η παρεξηγημένη λαϊκότητα είχε ορισμένα παράξενα χαρακτηριστικά: ένα βήμα μακριά από την περιφρόνηση στη γυναίκα, ομολογεί ανοιχτά τον ερωτισμό της, και δεν ντρέπεται για την αισθηματολογία της. Από μια άποψη, ήταν μια αισθητική παιδιών που ονειρεύονταν τη μεγάλη ζωή και στη δεκαετία του ‘70 μπόρεσαν να αγοράσουν μηχανές, να πάνε στα μπουζούκια ξοδεύοντας, να ερωτευτούν ξανθά κορίτσια που ήταν ίσως από τη γειτονιά αλλά είχαν κι αυτά μια εξωτική διάσταση.
Σε αυτή τη μεταμορφωμένη, αισθηματική λαϊκότητα που έβλεπε τον εαυτό της σαν μια αριστοκρατία των αισθήσεων και των χειρονομιών, ανήκει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Που μπορεί κάποια στιγμή να κοροϊδέψαμε τον τόνο του αλλά είδαμε τη διαφορά του, το πόσο έφερε μια δική του προσωπικότητα στο λεγόμενο ελαφρολαϊκό τραγούδι. Το ελαφρολαϊκό είναι ίσως η λέξη που στέγασε αυτή την επιθυμία μετάβασης από τη μεγάλη λύπη στη χαρά, στην επιθυμία για πράγματα αλλά και στον πόθο, σε έναν νέο ερωτικό κώδικα. Όλα αυτά δείχνουν παλαιά, σαν κάτι σκαλιστά έπιπλα που στόλιζαν τα νεόπλουτα σπίτια όσων κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μιζέρια. Ο Βοσκόπουλος νομίζω πως ενσάρκωσε αυτή την κίνηση, αυτό το πέταγμα πάνω από τις βαρύτητες, τα αχ και τα επικά απωθημένα της κοινωνίας μας- σαν φιγούρα λαϊκού παιδιού που βρέθηκε μέσα σε ένα κάστρο και ντύθηκε λόρδος των παραμυθιών.
Τώρα, πια, μπορούμε να ξαναεκτιμήσουμε τη στιγμή του, ανεξάρτητα αν αγαπούμε ή όχι αυτά που τραγούδησε.»
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1928595757290367&id=100004198847929