Για τρία 24ωρα βρέθηκε ανάμεσα στα ερείπια που άφησε πίσω του ο φονικός σεισμός στην Τουρκία. Πρόκειται για τον ομότιμο καθηγητή αντισεισμικών κατασκευών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Παναγιώτη Καρύδη.
Στόχος του ήταν να κάνει αυτοψία στα κτίρια που έπεσαν σαν «χάρτινα» και να εξάγει πολύτιμα συμπεράσματα για την αντισεισμική θωράκιση της χώρας μας. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας έχει ταξιδέψει σε σεισμόπληκτες περιοχές σε όλο τον κόσμο, αντικρίζοντας τη φρίκη των ισχυρών σεισμών που ουδέποτε συνηθίζεται.
Μόλις έμαθε για τον σεισμό στη γειτονική χώρα, αμέσως ετοίμασε τις βαλίτσες του, έβαλε λίγους ξηρούς καρπούς σε ένα σακουλάκι και έφυγε μαζί με τους συνεργάτες του. Για τρεις ημέρες έμεινε άυπνος, προσπαθώντας το συντομότερο δυνατό να αντλήσει πολύτιμα δεδομένα για τα «χάρτινα» κτίρια της Τουρκίας, κάτω από τα οποία υπάρχουν ακόμα άψυχα σώματα.
«Είσαι δίπλα με το θάνατο. Εκεί δε μπορείς να ξεχωρίσεις το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Τα όρια είναι ασαφή», λέει στο iEidiseis από το σπίτι και γραφείο του στην Κηφισιά.
Τελικά, τα κτίρια στην Τουρκία ήταν «χάρτινα»; Ο καθηγητής απαντά ότι «σε ένα ποσοστό θα μπορούσες να πεις κάτι τέτοιο. Όταν βλέπεις ένα κτίριο να καταρρέει και να γίνεται ένας σωρός ερειπίων που αποτελείται από άμμο και χαλίκια, δηλαδή όταν βλέπεις τις πλάκες, τα δοκάρια και τις κολώνες να πέφτουν και να μετατρέπονται σε χώμα, τότε αυτό σημαίνει ότι τα υλικά ήταν πολύ κακά. Με τα κακά υλικά δεν δημιουργείται –μετά την κατάρρευση- χώρος, στον οποίο θα μπορούσε κάποιος να βρει καταφύγιο, χώρος δηλαδή που να μπορεί κάποιος να αναπνεύσει, ενώ η άμμος δημιουργεί σκόνη που προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα. Αντιθέτως εάν συμβεί μία κατάρρευση σε ένα καλής κατασκευής κτίριο τότε θα δημιουργηθούν μπλόκια, ανάμεσα στα οποία μπορεί κάποιος να βρει καταφύγιο».
Ένα άλλο εκτεταμένο φαινόμενο που παρατήρησε ο Παναγιώτης Καρύδης στα κτίρια στην Τουρκία είναι τα χτισμένα μπαλκόνια. Είναι εξαιρετικά σύνηθες στις περιοχές αυτές να χτίζουν τα μπαλκόνια και να τα μετατρέπουν σε δωμάτια. Ο καθηγητής σημειώνει πάντως ότι «τα τραγικά αποτελέσματα δεν οφείλονται αποκλειστικά στην κακή ποιότητα των κατασκευών. Υπήρξαν και καλής ποιότητας κτίρια που κατέρρευσαν. Και αυτό γιατί ο σεισμός ήταν επιφανειακός, τίναξε τα πάντα στον αέρα, σαν να είχαμε βάλει εκρηκτικά στα θεμέλια».
Χιλιάδες «κίτρινα» κτίρια στην Ελλάδα
Πόσο καλής κατασκευής είναι τα κτίρια στην Ελλάδα και πόσο κινδυνεύουν από έναν ισχυρό σεισμό;
«Μετά τον σεισμό της Πάρνηθας, το 1999, περίπου 85.000 κτίρια είχαν χαρακτηριστεί ως «κίτρινα». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι έπρεπε να επισκευαστούν και μετά να αποχαρακτηριστούν από τους αρμόδιους φορείς για να πάψουν να είναι ‘κίτρινα’. Ξέρετε ότι αποχαρακτηρίστηκε μόλις το ένα τέταρτο των κτιρίων αυτών; Τα υπόλοιπα λοιπόν τι απέγιναν; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Μήπως έκλεισαν τις ρωγμές με χρώμα και τα πουλήσανε ή τα νοικιάσανε; Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα».
Ο καθηγητής του ΕΜΠ εφιστά την προσοχή των πολιτών:
«Θα πρέπει ο κόσμος να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο του σεισμού (που είναι δεδομένο ότι υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα) και την υποχρέωση να διατηρεί σωστά τα κτίρια. Τα υλικά γερνούν. Επίσης, τα υλικά έχουν μνήμη. Εάν υπάρχουν σε ένα κτίριο ρηγματώσεις από παλιότερο σεισμό, σε έναν νέο σεισμό οι ρηγματώσεις θα ξεκινήσουν από εκεί που είχαν σταματήσει. Επίσης, ο κόσμος πρέπει να ξέρει ότι εάν έχει κάνει κάποια παρανομία ή κάποια αμέλεια σε ένα ακίνητο, για παράδειγμα έχει ρίξει πολλούς τοίχους που δεν θα έπρεπε να πέσουν ή δεν έχει προχωρήσει σε σωστή συντήρηση και βλέπει καθίζηση στα θεμέλια ή βλέπει ρωγμές στους τοίχους, τότε πρέπει να προχωρήσει στην επισκευή των ζημιών. Διαφορετικά εάν δεν φτιάξει το πρόβλημα, τότε και ο ίδιος να μην υποστεί τη ζημιά, θα την υποστούν τα παιδιά του ή τα εγγόνια του».
Ο κ. Καρύδης καλεί τους πολίτες να έρθουν σε επαφή με πολιτικούς μηχανικούς που είναι σε θέση να κάνουν τους λεγόμενος προσεισμικούς ελέγχους στα κτίρια. Ένας τέτοιος έλεγχος –ο οποίος είναι οπτικός- μπορεί να δείξει εάν το σπίτι είναι «οκ» ή εάν θα πρέπει να ακολουθήσει δευτεροβάθμιος έλεγχος. Σημειώνει δε ότι όποιος θέλει να αγοράσει ή να νοικιάσει ένα ακίνητο, θα πρέπει να κοιτάξει καλά την ιστορία του κτιρίου, την «ταυτότητά» του. Δηλαδή, να εξακριβώσει εάν είχε υποστεί το κτίριο ζημιές από παλιότερους σεισμούς ή παρεμβάσεις που μπορεί να έβλαψαν τη στατικότητά του.
Τα πιο καλά θωρακισμένα κτίρια, όπως εξηγεί, είναι αυτά που κατασκευάστηκαν μετά το 1994: «Τα ακίνητα που φτιάχτηκαν μετά το έτος αυτό αποτελούν ένα σχετικά μικρό ποσοστό του δομικού πλούτου της χώρας μας. Αυτά τα κτίρια μπορούν να αντιδράσουν θετικά απέναντι σε ισχυρούς σεισμούς. Για παράδειγμα, σε περίπτωση ενός σεισμού ανάλογης έντασης με αυτόν που εκδηλώθηκε στην Τουρκία, ένα σωστά αντισεισμικό κτίριο δεν θα καταρρεύσει. Θα πάθει σημαντικότατες βλάβες, βλάβες που μπορεί να είναι τέτοιου μεγέθους που να μη συμφέρει να το ξαναφτιάξουμε, ωστόσο, δεν θα έχουμε κατάρρευση, συνεπώς δεν θα έχουμε νεκρούς».