Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Σπουδαίο έργο, μπορεί να χαρακτηριστεί. Υποδειγματικό στη συλλογή των στοιχείων και την παρουσίασή τους. Το βιβλίο «Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη» – εκδόσεις: Πατάκη- είναι το χρονικό της μεταπολεμικής δημοσιογραφικής Ελλάδας. Το καλύτερο μέχρι σήμερα.
Η δημοσιογράφος Ελευθερία Κόλλια, παρουσιάζει με τάξη το υλικό της -εμφανώς προϊόν μακράς έρευνας- και αξιολογεί τις πληροφορίες της με υπευθυνότητα ιστορικού.
Παρουσιάζοντας την διαδρομή του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, δίνει το λόγο στις πηγές της με σπονδυλωτό τρόπο και συνάφεια με το θέμα που θίγει σε κάθε κεφάλαιο.
Είναι μια τολμηρή πρακτική: οι 61 αυτόπτες μάρτυρες της πορείας του Χρήστου Λαμπράκη, και του ΔΟΛ -μέχρι την εκπνοή του στα χέρια του Σταύρου Ψυχάρη – αναλαμβάνουν αυτοπροσώπως την ευθύνη των λόγων τους.
Αυτό εμπλουτίζει το βιβλίο με ζωντανές αφηγήσεις, αυθεντικές μαρτυρίες και πρωτογενή στοιχεία. Μιλούν αυτοί που ξέρουν και αυτοί που μιλούν, ξέρουν. Έστω και αν μερικοί βρίσκουν την ευκαιρία να μιλήσουν περισσότερο για τον εαυτό τους παρά για τον Λαμπράκη και το Συγκρότημα και άλλοι να τον αγιοποιήσουν.
Δεν λείπουν ούτε αυτοί που προσπαθούν να κουμπώσουν την ιστορία τα μέτρα τους. Σε αυτό η επιλογή της συγγραφέως να τους ανεβάσει επί σκηνής αποδεικνύεται ευρηματική. Δεν την βαρύνουν ενδεχόμενες αλλοιώσεις των πραγμάτων, ή άλλες σκοπιμότητες. Είναι έντιμη και με τις πηγές και με το θέμα της και με τον αναγνώστη.
Σε κάθε περίπτωση η δουλειά που έκανε η Ελευθερία Κόλλια, είναι υποδειγματική, σε ένα ζήτημα ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό. Η πολυμορφία των πληροφοριών του βιβλίου, ενισχυμένη με τις προσωπικές αφηγήσεις συνθέτουν ένα ανάγνωσμα 738 σελίδων που καταβροχθίζεται απνευστί. Ιστορία και δημοσιογραφία μαζί, με εξαιρετική γραφή και δημοσιογραφική δεξιοτεχνία ροής του κειμένου.
Αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα, είναι αντάξιο της προσωπικότητας μιας δημοσιογράφου που – όπως θυμούνται οι παλαιοί- εμφανίστηκε στο« Βήμα» μόνο με τον εξοπλισμό της: σπουδές, ήθος, ευπρέπεια, ρεπορταζιακή αντίληψη, εργατικότητα και σεμνή αφοσίωση σε αυτό που ήθελε να κάνει.
Ήταν ιδιότυπη περίοδος για τον ΔΟΛ και μάλλον αλαζονική: μόλις είχε συμβάλει- αν όχι επιβάλει- στην επικράτηση Σημίτη. Η Κόλλια όμως είχε στο DNA της την πατρική παράδοση στα «κουπιά» του Συγκροτήματος και ήξερε σε ποια θάλασσα πρόκειται να κολυμπήσει.
Το βιβλίο είναι στο σύνολό του ντοκουμέντο, που διεκδικεί ακόμη και τον όρο «ιστορικό» δίπλα του. Είναι συνεισφορά στη νεότερη πολιτική ιστορία – που βρέθηκε για έναν αιώνα σε αλληλεπίδραση με τους Λαμπράκηδες.
Πρωτίστως είναι συνεισφορά στην ελληνική δημοσιογραφία που σημαδεύτηκε- όχι πάντα θετικά- με τον Χρήστο Λαμπράκη στις κορυφές της. Το είδος του -πραγματικού- εκδότη που προσωποποιούσε, δεν είχε δεύτερον. Κάποιοι της εποχής του απλώς τον πλησίαζαν- κυρίως η Ελένη Βλάχου και ο Βελίδης.
Θα ήταν κέρδος για το επάγγελμα, αν διδασκόταν το περιεχόμενο του βιβλίο σε σχολές δημοσιογραφίας, αντί να δαπανούν το χρόνο των σπουδαστών «δάσκαλοι που διδάσκουν και νόμο δεν κρατούν».
Από τις αφηγήσεις οι ενημερωμένοι αναγνώστες θα αντλήσουν πληροφορίες για πρόσωπα και καταστάσεις και θα γίνουν σοφότεροι. Ίσως διακρίνουν και συμπεριφορές που προκαλούν δυσφορία, όπως η αγνωμοσύνη προς τον Ψυχάρη, που αναδύεται σε κάποιες περιπτώσεις.
Δεν λείπουν και οι ερμηνείες που συγκρούονται με τα γεγονότα, σε κάποιες μαρτυρίες- ιδίως της περιόδου Ψυχάρη.
Πχ δεν προκάλεσε ο Τσίπρας την προσέγγιση με τον ΔΟΛ, ούτε ματαίωσε ο ΣΥΡΙΖΑ την πώληση των εφημερίδων του στον Σαββίδη. Περισσότερο ήταν έργο του Κυριάκου Μητσοτάκη, που μιλούσε ακόμη από το βήμα της Βουλής για την «αλλαγή γραμμής» – που στη πραγματικότητα θα ήταν που επιστροφή του ΔΟΕ στις ράγες του… Με τη συνδρομή μιας ομάδα, εντός του ΔΟΛ.
Αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση. Όπως είναι και η τύχη του «Μega», στον οποίο μετείχε ο ΔΟΛ και δεν το έκλεισε ο Τσίπρας, αλλά οι μέτοχοί του.
Η εξέλιξή της αφήγησης είναι πάντως από κάθε πλευρά απολαυστική- αν όχι και διδακτική. Ακόμη και όταν δημοσιογράφοι εκθειάζουν τον Λαμπράκη για την εκδοτική κυριαρχία, παραβλέποντας το ρολό των πρωταγωνιστών σε κάθε φορέα ενημέρωσης: των δημοσιογράφων, των ρεπόρτερς, των αφανών συντακτών.
Λίγοι τους μνημονεύουν, και λιγότεροι αποδίδουν στην αξία της δουλειά τους -που δεν παραγνώριζαν ποτέ ως «αφεντικά» ο Λαμπράκης και ο Ψυχάρης – την ακαταμάχητη παρουσία των εντύπων του ΔΟΛ στα χέρια των αναγνωστών επι έναν αιώνα. Το επίτευγμα πραγματευόμενο την πορεία του Λαμπράκη, αλλά είναι και αφιέρωμα στη δημοσιογραφία.
Στο βιβλίο, ο πολύπειρος Ριχάρδος Σωμερίτης τη φωτίζει συνδέοντας τον παλαιότερο ΔΟΛ με την ερευνητική Δημοσιογραφία, με ένα απλό τρόπο: «Για τον δημοσιογράφο δεν απαγορεύεται τίποτε, πηδάει τη μαντάμ» – σημειώνει με νόημα. Σε αντιπαράθεση με την ύστερη «εξυπηρετική δημοσιογραφία»-που άνθισε και στον ΔΟΛ και ορισμένοι πλούτισαν από αυτό με τρόπος που δεν απεικονίσθηκε στις φορολογικές δηλώσεις τους.
Εν πάση περίπτωση οι οποίες ενστάσεις δεν βαρύνουν την Κόλλια, που υπήρξε άψογη στην καταγραφή διασταυρούμενων γνώσεων, βιωμάτων, αντιλήψεων και γεγονότων- στο μεταβαλλόμενο πολιτικό περιβάλλον. Τίποτε σε ότι αφορά τη δική της απαρίθμηση των πραγμάτων δεν κάνει κοιλιά. Πλην ίσως των κενών που αφορούν τον ΔΟΛ στα Ιουλιανά τού 1965 και την Κατοχή..
Ο Λαμπράκης ανήκει στους σπουδαίους της γενιάς του. Ήταν πρόσωπο με ισχυρή βούληση, ευπρεπής, καλλιεργημένος, οραματιστής, αιρετικός και ολιγαρκής. Αλλά ως φορέας επιρροής δεν ήταν άγγελος. Όπως δεν είναι για «Βίους αγίων» η διαχρονική πορεία του ΔΟΛ. Από πλευράς δημοσιογραφίας όμως, ήταν ότι καλύτερη υπήρξε-ακολουθούμενος από τις εφημερίδες των Βλάχων
Η Ελευθερία παιδί μιας γενιάς που ξεκινούσε να βγάλει δημοσιογράφους και συχνά έβγαλε παπαγάλους και βαποράκια, ανήκει σ αυτούς που τιμούν τον κλάδο με τη δουλειά της. Η αντιεπαγγελματική αρτιότητα αναδύεται σ αυτό το βιβλίο. Είχε να τιθασεύσει ένα πολύ «νευρικό» υλικό και την καταξιώσει ότι καταφέρνει να παραδώσει ένα έργο που ασφαλώς δεν επεκτείνεται στις αρνητικές πλευρές, αλλά συνθέτει πειστικά και με ειλικρίνεια τις θετικές.
Όχι για λογαριασμό του ΔΟΛ, αλλά για να αναπλάσει αξιόπιστα τις διαδοχικές περιόδους της πολιτικής ιστορίας της χωράς, με εντυπωσιακές αναπαραστάσεις καταστάσεων, ρολών και εποχών.
Ότι κάνει έγκυρα με πληρότητα και με συναρπαστική γραμμή είναι τελικά κέρδος για τον αναγνώστη. Κανείς δεν θα έχει πλήρη γνώση της μεταπολεμικής ιστορίας, ούτε θα κατανοήσει τις φωτοσκιάσεις της ελληνικής δημοσιογραφίας, αν δεν διαβάσει αυτό το βιβλίο.